- μοιρολατρία
- fatalisme
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μοιρολατρία — η η τυφλή πίστη στη μοίρα, στο πεπρωμένο: Η μοιρολατρία είναι γνώρισμα πολλών ανατολικών λαών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοιρολατρία — η η ιδιότητα τού μοιρολάτρη, η πίστη ότι όλα στον κόσμο διέπονται από τη μοίρα και η τυφλή υποταγή σε αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολάτρης. Απόδοση τού γαλλ. fatalisme παράλληλα προς τη λ. μοιροκρατία*] … Dictionary of Greek
φαταλισμός — Ο όρος είναι ξενικής προέλευσης. Στα ελληνικά λέγεται μοιρολατρία. Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα της ζωής καθορίζονται από τη μοίρα, το πεπρωμένο, την αμετάκλητη υπερβατική αιτία. Πρόκειται για θεολογική αιτιοκρατία και… … Dictionary of Greek
ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
θετικισμός — Φιλοσοφικό κίνημα του 19ου αι. Θεμελιωτής του υπήρξε ο Ογκίστ Κοντ, που διέκρινε τρεις περιόδους ή ηλικίες του ανθρώπινου πνεύματος και της ιστορίας του: α) τη θεολογική, όπου κυριαρχεί η ερμηνεία με βάση τη θεία, προσωπική θέληση· β) τη… … Dictionary of Greek
μοιρολατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιρολατρία ή στον μοιραλάτρη 2. ως ουσ. ο μοιρολάτρης. Επιρρ. μοιρολατρικώς και ά με μοιρολατρικό τρόπο, με τυφλή πίστη ότι τα πάντα διέπονται από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολάτρης. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
σάγα — Ανώνυμη αφήγηση σε πεζό λόγο που εμφανίστηκε το 10o περίπου αι. στους νορβηγικούς πληθυσμούς που είχαν μετανάστευση στην Ισλανδία και δημιούργησε μεγάλη προφορική παράδοση, που άρχισε να γίνεται και γραπτή από τα τέλη του 12ου αιώνα. Αν και… … Dictionary of Greek
Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… … Dictionary of Greek
Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek